- υδροτελλουρικός
- -ή, -ό, Νφρ. «υδροτελλουρικό οξύ»χημ. συνοπτική ονομασία τών υδατικών διαλυμάτων τού υδροτελλουρίου.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. (acide) tellurhydrique < tellur- (πρβλ. τελλούριο) + -hydrique (< υδρικός)].
Dictionary of Greek. 2013.